ψιαθοπλόκοι

ψιαθοπλόκοι
ψιαθοπλόκος
a plaiter of mats
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμβολεύς — έως, ὁ, ΜΑ αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.) αρχ. 1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες 2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.) β) «γλώττης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”